-
1 προφυράω
A knead beforehand:—[voice] Pass.,μᾶζα προφυρηθεῖσα Hp. Vict.2.40
; also, to be steeped beforehand, οἴνῳ, ὕδατι, Thphr.Od. 23.II metaph., προπεφύραται λόγος the speech is all ready concocted, Ar.Av. 462; ἔστιν κακόν μοι προπεφυραμένον there's a mischief ready brewed for me, Id.Th.75.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προφυράω
См. также в других словарях:
προφυρώ — άω, Α 1. ζυμώνω προηγουμένως 2. μτφ. προετοιμάζω, προσχεδιάζω («ἔστιν κακόν μοι προπεφυραμένον», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + φυρῶ «αναμιγνύω νερό με αλεύρι για να κατασκευάσω ζυμάρι»] … Dictionary of Greek